- ενυπόστατος
- -η, -ο (Μ ἐνυπόστατος, -ον)αυτός που ενυπάρχει, που έχει υπόσταση, ύπαρξη, πραγματικός, υπαρκτός («ενυπόστατη κατηγορία»).επίρρ...ἐνυποστάτως1. προσωπικά, ως πρόσωπο2. πραγματικά, ουσιαστικά, αληθινά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνυπόστατος — substantial masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενυπόστατος — η, ο που έχει υπόσταση, που υπάρχει πραγματικά, πραγματικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐνυποστάτως — ἐνυπόστατος substantial adverbial ἐνυπόστατος substantial masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνυπόστατον — ἐνυπόστατος substantial masc/fem acc sg ἐνυπόστατος substantial neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνυποστάτου — ἐνυπόστατος substantial masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνυποστάτους — ἐνυπόστατος substantial masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνυποστάτων — ἐνυπόστατος substantial masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνυποστάτῳ — ἐνυπόστατος substantial masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνυπόστατα — ἐνυπόστατος substantial neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνυπόστατοι — ἐνυπόστατος substantial masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)